- θύελλα
- η1) буря, гроза; ураган; вихрь, смерч; 2) перен. буря;
θύελλα διαμαρτυριών (χειροκροτημάτων) — буря протеста (аплодисментов);
-о- μαγνητική θύελλα физ. — магнитная буря
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θύελλα διαμαρτυριών (χειροκροτημάτων) — буря протеста (аплодисментов);
-о- μαγνητική θύελλα физ. — магнитная буря
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θυέλλα — θυέλλᾱ , θύελλα hurricane fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύελλα — hurricane fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύελλα — η 1. άγρια βροχή με δυνατό αέρα. 2. μτφ., ταραχή, διέγερση: Προκάλεσε θύελλα με τα λόγια του. 3. γεγονός καταστρεπτικό, πόλεμος: Προμηνύεται θύελλα. – Ξέσπασε θύελλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θύελλα — ἡ (ΑΜ θύελλα, Μ και θυέλλη) 1. σφοδρός άνεμος με βροχή, καταιγίδα, μπόρα (α. «κακὴ ἀνέμοιο θύελλα» β. «πυρὸς δ ὀλοοῑο θύελλαι» καταιγίδες με βροντές και κεραυνούς, Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. ταραχή, σύγχυση, αναστάτωση νεοελλ. 1. μτφ. καταστροφή,… … Dictionary of Greek
θυέλλας — θυέλλᾱς , θύελλα hurricane fem acc pl θυέλλᾱς , θύελλα hurricane fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύελλ' — θύελλα , θύελλα hurricane fem nom/voc sg θύελλαι , θύελλα hurricane fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυελλῶν — θύελλα hurricane fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυέλλαις — θύελλα hurricane fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυέλλαισιν — θύελλα hurricane fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυέλλης — θύελλα hurricane fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυέλλῃ — θύελλα hurricane fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)